- συμπαχύνεται
- συμπαχύ̱νεται , συμπαχύνωmake thick togetheraor subj mid 3rd sg (epic)συμπαχύ̱νεται , συμπαχύνωmake thick togetherpres ind mp 3rd sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
συμπαχύνω — Α 1. συμπυκνώνω («ψῡξις γενομένη συνεπάχυνε τὸ γάλα», Ιπποκρ.) 2. παθ. συμπαχύνομαι αυξάνομαι, μεγαλώνω συγχρόνως («τῇ σελήνῃ ὁ αἴλουρος συμπαχύνεται», Δημήτρ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + παχύνω «ενισχύω, δυναμώνω, συμπυκνώνω»] … Dictionary of Greek